Του Άγγελου Τσέκερη
Η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα παραστεί στην ορκωμοσία του Ερντογάν λόγω του θέματος που έχει προκύψει με τους δύο κρατούμενους Έλληνες στρατιωτικούς αλλά και με την αδιανόητη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να συμψηφίσει το ζήτημα αυτό με τους οκτώ Τούρκους που έχουν ζητήσει άσυλο στη χώρα μας.
Αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να παραστεί, ο πρώτος που θα έβγαινε να την καταγγείλει θα ήταν η Νέα Δημοκρατία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ας θυμηθούμε ότι, όταν ο Τούρκος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Ελλάδα, και χωρίς να έχει προκύψει ακόμα το ζήτημα των δύο στρατιωτικών, η Ν.Δ. είχε αντιδράσει εντονότατα, παραθέτοντας αριθμούς παραβιάσεων, το ζήτημα της Θράκης, τις αναφορές στη Συνθήκη της Λωζάννης με σκοπό να πείσει ότι η γραμμή ήπιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης, που ακολουθεί η Αθήνα, οξύνει αντί να θέτει υπό έλεγχο την τουρκική επιθετικότητα. Αυτή είναι η γραμμή στην επίσημη Νέας Δημοκρατίας. Γιατί αν προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα στο τι λέει η ανεπίσημη, θα έρθουμε αντιμέτωποι με έναν ακροδεξιό εθνικιστικό βόρβορο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα αλλάζουν, καθώς η Ντόρα Μπακογιάννη δήλωσε ότι έχει λάβει προσωπική πρόσκληση από τον Ερντογάν και θα παραστεί στην ορκωμοσία, ασχέτως τι κάνει η κυβέρνηση της χώρας της και πιστεύοντας ότι έτσι θα συμβάλει στην απελευθέρωση των δύο κρατουμένων. Τώρα η Νέα Δημοκρατία κρατάει πεισματική σιωπή. Ενώ μπορούμε να φανταστούμε τι φασαρία θα είχε ξεσηκωθεί αν αυτό που κάνει η κυρία Μπακογιάννη το είχε κάνει, με ακριβώς τις ίδιες ευγενικές προθέσεις, οποιοσδήποτε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (εντελώς τυχαία, ας πούμε, η Σία Αναγνωστοπούλου, η Τασία Χριστοδουλοπούλου, ο Μουσταφά Μουσταφά, ο Γιώργος Κυρίτσης ή κάποιος άλλος). Τι λάσπη και τι εμετός θα είχε εκτοξευτεί από την Πειραιώς, τον ΣΚΑΪ, τον “Φιλελεύθερο”, την Ομάδα Αλήθειας, τους πρόθυμους των κοινωνικών δικτύων και όλα τα άλλα επικοινωνιακά εργαλεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε συνδυασμό μάλιστα με την επιθετική εκστρατεία πατριδοκαπηλίας που βρίσκεται σε εξέλιξη γύρω από το “Μακεδονικό”.
Είναι προφανές ότι η Ντ. Μπακογιάννη παίζει ένα προσωπικό παιχνίδι πάνω στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Αν είχε ευγενείς προθέσεις, θα είχε φροντίσει, τουλάχιστον, να έρθει σε κάποια συνεννόηση με το υπουργείο Εξωτερικών. Αυτό όμως που επίσης είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε είναι ο αισχρός πολιτικός τυχοδιωκτισμός του κόμματός της. Που τώρα κάνει ότι δεν βλέπει καμιά εθνική μειοδοσία, ενώ σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα είχε βγει στα κεραμίδια. Που υποκινεί στο εσωτερικό της χώρας ακροδεξιά εθνολαϊκιστικά προσκλητήρια για το “Μακεδονικό”, ενώ στους Ευρωπαίους έχει δεσμευτεί ότι δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα με τη συμφωνία. Που παριστάνει όποτε και όπου είναι αναγκαίο το “σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα αρχών”, ενώ έχει παραδώσει την ανεπίσημη εκπροσώπησή του στους ακροδεξιούς του Σαμαρά και του Άδωνι.
Και βεβαίως, δεν υπάρχουν λόγια για τους απερίγραπτους φασουλήδες της δημοσιογραφίας που έβγαλαν ξαφνικά το κεφάλι τους από την αντικυβερνητική εθνικολαϊκιστική λάσπη, στην οποία είναι μονίμως βουλιαγμένοι, για να θριαμβολογήσουν ότι η προσωπική πρόσκληση του Ερντογάν στην Μπακογιάννη δείχνει ότι η Ν.Δ. είναι διεθνώς πιο αξιόπιστη από την κυβέρνηση – και επομένως ότι το κλειδί για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκεται σε μια κυβέρνηση που να έχει καλύτερες προσωπικές σχέσεις με τον Ερντογάν. Αλλά και για να μας πουν ότι η κυβέρνηση έχει πανικοβληθεί (!) από την πρόσκληση του Ερντογάν στην Μπακογιάννη, όχι γιατί βγάζει νόημα αυτό (τι είδους πανικό να πάθει η κυβέρνηση δηλαδή;), αλλά για να προσπεράσουν την τεράστια αμηχανία που επικρατεί αυτή τη στιγμή στη Ν.Δ. εν μέσω ενός ρεσιτάλ πατριδοκάπηλων υπερεθνικιστικών ακροβασιών.
Λιγότερος τσαρλατανισμός λοιπόν. Φαινόσαστε.